- προσελλείποντα
- προσελλείπωto be still wantingpres part act neut nom/voc/acc plπροσελλείπωto be still wantingpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσελλείπω — Α [ἐλλείπω] 1. (κυρίως για νωθρό δρομέα) μένω ακόμη πίσω («Μᾱρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ στάδιον» ο Μάρκος έμεινε πίσω κατά ολόκληρο το μήκος τού δρόμου, Λουκίλλ.) 2. υπολείπομαι, χρειάζομαι ακόμη ώσπου να συμπληρωθώ («ἀξιούντων... είς τὰ… … Dictionary of Greek